κονιάκ

κονιάκ
Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται συνήθως με διπλή απόσταξη εκλεκτών κρασιών, κυρίως λευκών. Η απόσταξη πραγματοποιήθηκε αρχικά στην περιφέρεια Σαράντ της βορειοανατολικής Γαλλίας τον 13o αι., αλλά η πόλη Κονιάκ, από την οποία πήρε την ονομασία του το ποτό, ήταν και εξακολουθεί να είναι το κυριότερο κέντρο εμπορίου και εξαγωγής του προϊόντος. Το κ. παρασκευάζεται από σταφύλια, των οποίων τα αμπέλια είναι φυτεμένα σε αργιλοασβεστώδες έδαφος. Για να γίνει όμως εμπορεύσιμο, υποβάλλεται σε ορισμένη κατεργασία. Πρέπει, δηλαδή, να παραμείνει μέσα σε δρύινα βαρέλια για περισσότερο από πέντε χρόνια, διάστημα κατά το οποίο παίρνει το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα και το ιδιαίτερο άρωμα που οφείλεται σε διάφορα αιθέρια έλαια. Λόγω της μεγάλης διάδοσης του κ., η παραγωγή του επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες. Η Γαλλία, ωστόσο, έχει κατορθώσει να διατηρήσει την αποκλειστικότητα της ονομασίας κ. για το προϊόν της περιοχής Κονιάκ, ενώ το παρόμοιο προϊόν των άλλων χωρών χαρακτηρίζεται μπράντι ή απόσταγμα. Στην Ελλάδα, που είναι οινοπαραγωγός χώρα, εδώ και μερικά χρόνια ακμάζει η βιομηχανία απόσταξης εκλεκτών κρασιών για την παρασκευή του μπράντι. Εκτός από το φυσικό κ., κυκλοφορεί στο εμπόριο και τεχνητό, που παρασκευάζεται από οινόπνευμα και στο οποίο έχει προστεθεί ανάλογη ποσότητα νερού για να αραιωθεί. Στο μείγμα αυτό, προστίθενται επιπλέον ειδικό άρωμα και ουσίες που του προσδίδουν το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα.
* * *
το
οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται με απόσταξη εκλεκτών κρασιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως < γαλλ. cognac < ονομ. τής πόλης Cognac, όπου το ποτό αυτό παρασκευάστηκε για πρώτη φορά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κονιάκ — το (λ. γαλλ.), άκλ., είδος οινοπνευματώδους ποτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κονιακοποιός — ο αυτός που παρασκευάζει κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιάκ + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αμαξο ποιός, ζυθο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Μονέ, Ζαν — (Jean Monnet, Κονιάκ 1888 – Παρίσι 1979). Γάλλος οικονομολόγος και διπλωμάτης, του οποίου το όνομα συνδέθηκε στενά με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τη σύλληψη και πραγμάτωση της ιδέας της. Μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Μ. ήταν αντιπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

  • κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το …   Dictionary of Greek

  • κονιακοποιία — η βιομηχανία παραγωγής κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κονιακοποιείο — το εργοστάσιο παραγωγής κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μπράντι — Στην Ελλάδα, που είναι οινοπαραγωγός χώρα, ακμάζει η βιομηχανία απόσταξης εκλεκτών κρασιών για την παρασκευή του κ., το οποίο συναγωνίζεται σε ποιότητα το γαλλικό. Για την παρασκευή του ελληνικού κ. χρησιμοποιούνται εκλεκτά σταφύλια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”